- πεντάπρωτοι
- οἱ, Μοι πέντε πρώτοι άνδρες στην πολιτική και στην κοινωνική ιεραρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + πρῶτοι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
PENTAPROTIAS — Graeca vox est, quinque Primorum munus indigitans: quos alibi sacrae Constitutionis quinque Summates vocant. Forte ii ipsi sunt, qui Quintum Viri appellantur, l. de cubic. nostr. Cod. de privil. eor. qui in sacr. pal. mil. lib. 12. Ioh. Calvin.… … Hofmann J. Lexicon universale
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πενταπρωτεία — η, Μ [πεντάπρωτοι] το συμβούλιο ή το αξίωμα τών πενταπρώτων … Dictionary of Greek